- ἐμφορεῖται
- ἐμφορέωto be borne about inpres ind mp 3rd sg (attic epic)ἐμφορέωto be borne about inpres ind mp 3rd sg (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αναρχοαυτόνομος — ο αυτός που εμφορείται από αναρχικές ιδέες και αρνείται να ενταχθεί σε οργανωμένο πολιτικό ή κοινωνικό σχήμα … Dictionary of Greek
εθνικόφρονας — ο και εθνικόφρων, ο, η αυτός που εμφορείται από εθνικιστικές ιδέες, ο εθνικιστής … Dictionary of Greek
ολιγαρχικός — ή, ό (Α ὀλιγαρχικός, ή, όν) [ολιγαρχία] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή αρμόζει στην ολιγαρχία 2. (για πρόσ.) αυτός που εμφορείται από ολιγαρχικά φρονήματα, ο οπαδός τής ολιγαρχίας νεοελλ. φρ. «ολιγαρχικό πολίτευμα» η ολιγαρχία. επίρρ...… … Dictionary of Greek
προοδευτικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που προοδεύει, που προχωρεί προς τα εμπρός, που εξελίσσεται («παρατηρείται προοδευτική βελτίωση τής κατάστασης») 2. (για πρόσ.) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πρόοδο, που συντελεί στην πρόοδο ή εμφορείται από προηγμένες ιδέες … Dictionary of Greek
υγιής — ές / ὑγιής, ές, ΝΜΑ, και ὑγειής, ές, Α 1. αυτός που έχει άρτια, φυσιολογική σωματική και ψυχική κατάσταση, που βρίσκεται σε πλήρη σωματική και ψυχική ευεξία, γερός 2. μτφ. α) (για λόγους, σκέψεις, ενέργειες) φρόνιμος, σωστός (α. «εμφορείται από… … Dictionary of Greek
Μπερλουσκόνι, Σίλβιο — (Berlusconi, Μιλάνο 1936 –). Ιταλός μεγαλοεκδότης, επιχειρηματίας και πολιτικός. Σπούδασε στο πανεπιστήμιο του Μιλάνου. Ξεκίνησε την επαγγελματική του σταδιοδρομία ως επιχειρηματίας στον τομέα των αγοραπωλήσεων ακινήτων και των οικοδομών και στη… … Dictionary of Greek
ηθικός — ή, ό επίρρ. ά 1. ενάρετος: Ηθικός άνθρωπος. – Ηθικός χαρακτήρας. 2. σύμφωνος με τους ηθικούς κανόνες: Ηθική συμπεριφορά. – Ενεργεί ηθικά. – Εμφορείται από ηθικές αρχές. 3. ό,τι έχει σχέση με την ηθική: Ηθική (επιταγή, συνείδηση, αντοχή,… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ιδανικό — το 1. ό,τι είναι πέρα για πέρα τέλειο: Πέτυχε το ιδανικό στην τέχνη του. 2. ύψιστος σκοπός: Δεν πραγματοποιήθηκαν ακόμη τα ιδανικά της επανάστασης. 3. πόθος, επιδίωξη: Το ιδανικό του ήταν να γίνει επιστήμονας. 4. ηθική ή πνευματική αξία, ιδεώδες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ιμπεριαλιστής — ο θηλ. ιμπεριαλίστρια (λ. γαλλ.), αυτός που εμφορείται από ιμπεριαλιστικές ιδέες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)